λουμινόλη

λουμινόλη
η
χημ. οργανική χημική ένωση που είναι στερεό κρυσταλλικό σώμα το οποίο όταν οξειδώνεται εκπέμπει πράσινο φως, φαινόμενο που είναι γνωστό ως χημειοφωταύγεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. luminol < λατ. lumen «φως»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”